ροβουρίτιδα

ροβουρίτιδα
η, Ν
παλαιά εκρηκτική ύλη που είχε ως βάση το νιτρικό αμμώνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. robur «άγρια δρυς, ισχύς, δύναμη» + κατάλ -ίτιδα (πρβλ. δυναμ-ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. ροβουρῖτις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”